ἄχρηστα

ἄχρηστα
ἄχρηστος
useless
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απορρίμματα — Άχρηστα υλικά που προέρχονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και αποβάλλονται στο περιβάλλον σε διάφορες μορφές (στερεά, υγρά, αέρια). Αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα σημερινά οικολογικά προβλήματα, γιατί ο σύγχρονος τρόπος ζωής αυξάνει… …   Dictionary of Greek

  • ἄχρηστ' — ἄχρηστα , ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc pl ἄχρηστε , ἄχρηστος useless masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • непотребьныи — (66) пр. 1.Ненужный, бесполезный; непригодный: и вьсе повелѣниѥ творити. и непотрѣбьна себе гл҃ати. и бл҃гдарити б҃а. (ἀχρεῖον) Изб 1076, 107; то же ЗЦ к. XIV, 43б; и съгнивъшихъ ѹже ѹдовъ творить прилежаниѥ. многа бо ѿ нихъ ѿ телесе своѥго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ξεσκαρτάρω — 1. αφαιρώ από την τράπουλα τα χαρτιά που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. βγάζω τα σκάρτα, αποβάλλω από ένα σύνολο τα άχρηστα ή περιττά πράγματα, ξεδιαλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαρτάρω «αποβάλλω τα… …   Dictionary of Greek

  • Domenica — (band) redirects here. For the Canadian heavy metal band, see Domenica (Canadian band). Domenica is a popular Greek rock band that was formed in Athens, in 1994. Contents 1 Releases 2 Awards 3 See also …   Wikipedia

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • αγκλώ — ( άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ 1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ. 2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να τό καθαρίσω 3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις …   Dictionary of Greek

  • αιμοκάθαρση — Είδος καθαρισμού του αίματος, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της νεφρικής ανεπάρκειας. Κατά τη διαδικασία της, το αίμα του ασθενούς διοχετεύεται σε ειδικό μηχάνημα, καθαρίζεται και επιστρέφει στο κυκλοφορικό σύστημα. * * * η Ιατρ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”